βουρλίζω — βουρλίζω, βούρλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βουρλίζω — και βρουλίζω Ι. 1. περνώ στο βούρλο, αρμαθιάζω 2. κάνω κάποιον να τρέμει σαν βούρλο, ερεθίζω, τρελαίνω II. βουρλίζομαι 1. τρελαίνομαι ή συμπεριφέρομαι σαν τρελός 2. εξαγριώνομαι 3. κυριεύομαι από κάποιον ακράτητη επιθυμία III. (η μτχ. παθ. παρακμ … Dictionary of Greek
βουρλίζω — ισα, ίστηκα, βουρλισμένος 1. ερεθίζω, τρελαίνω, ζουρλαίνω κάποιον: Με βουρλίζεις μ’ αυτά που μου λές. 2. το μέσ., βουρλίζομαι γίνομαι έξω φρενών, έξαλλος: Βουρλίστηκα απ’ την ειρωνεία σου. 3. με κυριεύει σφοδρή επιθυμία: Δε βουρλίζομαι να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβούρλιστος — η, ο [βουρλίζω] 1. αυτός που δεν βουρλίζεται, δεν στενοχωριέται ή δεν στενοχωρήθηκε 2. ο μη εξοργισμένος, ο ψύχραιμος 3. αυτός που δεν παραφρόνησε, που δεν έχασε τα λογικά του … Dictionary of Greek
βουρλαίνω — 1. τρελαίνω 2. καταπονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. < βουρλίζω, κατά τα συνώνυμα μουρλαίνω, τρελαίνω] … Dictionary of Greek
βουρλισιά — και βουρλισία, η [βουρλίζω] 1. έξαψη, μανία 2. ανοησία, άστοχη ενέργεια … Dictionary of Greek
μουρλός — ή, ό 1. τρελός, ανισόρροπος, ζουρλός 2. ασύνετος, αστόχαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μωρο λόγος, με κώφωση τού ω σε ου (για τον σχηματισμό πρβλ. ἁρματο λόγος > ἁρματολός). Κατ άλλους, η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό τών μωρός + λωλός ή από το ρ.… … Dictionary of Greek